- καραντίνα
- η(λ. ιταλ.), υγειονομική κάθαρση: Στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης περάσαμε από καραντίνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καραντίνα — η 1. υγειονομική κάθαρση, διάρκειας συν. 40 ημερών, δηλ. αστυνομικό μέτρο που συνίσταται στην προληπτική απομόνωση ατόμων, ζώων, εμπορευμάτων, πλοίων ή διαφόρων χώρων 2. ναυτ. σήμα σε πλοίο που βρίσκεται σε υγειονομική κάθαρση 3. μτφ. αποκλεισμός … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
λοιμοκαθαρτήριο — το εγκατάσταση στην οποία πραγματοποιείται η απομόνωση ατόμων που είναι ύποπτα ότι ήλθαν σε επαφή με πάσχοντες από μεταδοτικά νοσήματα και όπου υφίστανται ενδεχομένως τη λεγόμενη καραντίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + καθαρτήριο (< καθαιρώ). Η λ.… … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek